μασουλίζω

μασουλίζω
μασούλισα, και μασουλώ μασούλησα, τρώω κάτι σιγά και χωρίς σταμάτημα: Το κουνέλι μασούλησε ένα καρότο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • μασουλίζω — μασουλίζω, μασούλισα βλ. πίν. 33 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • μασουλίζω — και ματσουλίζω μασώ κάτι αργά, συνεχώς και για πολλή ώρα. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποκορ. τ. τού μασ ώ με την κατάλ. ουλίζω / ουρίζω (πρβλ. βρέχω βραχ ουλίζω, αλέθω αλεθ ουρίζω), από όπου και ο μεταπλασμένος ενεστώτας μα σουλώ (πρβλ. σκορπίζω σκορπώ)] …   Dictionary of Greek

  • μασουλώ — και ματσουλώ άω μασουλίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. μασουλίζω] …   Dictionary of Greek

  • μασούλισμα — και ματσούλισμα, το [μασουλίζω] αργό μάσημα που διαρκεί πολλή ώρα …   Dictionary of Greek

  • ματσουλίζω — βλ. μασουλίζω …   Dictionary of Greek

  • μασουλάω — (δε συνηθίζεται η κλίση σε ώ), μασούλισα βλ. πίν. 70 και πρβλ. μασουλίζω Σημειώσεις: μασουλάω : σύμφωνα με τη Γραμματική (Τριανταφυλλίδη), εφόσον υπάρχει ισοδύναμος τύπος σε ίζω, επικρατεί ο αόρ. σε ισα …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”